- ἐπισαλπίζω
- ἐπισαλπίζω,A accompany on the trumpet,
τοῖς ὑμνῳδοῦσιν J.AJ9.13.3
.II. ἐ. τοῖς κέρασιν blow the horns, ib.7.14.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τοῖς ὑμνῳδοῦσιν J.AJ9.13.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επισαλπίζω — ἐπισαλπίζω (Α) 1. συνοδεύω με σάλπισμα («οἱ ἱερεῑς βυκάνας ἔχοντες ἐπεσάλπιζον τοῑς ὑμνῳδοῡσιν», Ιώσ.) 2. σαλπίζω … Dictionary of Greek
ἐπισαλπίζειν — ἐπισαλπίζω accompany on the trumpet pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισαλπίζοντας — ἐπισαλπίζω accompany on the trumpet pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)